- καταπλάσμασι
- κατάπλασμαplasterneut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρηγορητικός — ή, ό / παρηγορητικός, ή, όν, ΝΜΑ [παρηγορώ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παρηγοριά ή αυτός που είναι ικανός ή κατάλληλος να παρηγορεί, παραμυθητικός αρχ. 1. καταπραϋντικός («καταπλάσμασι παρηγορητικωτάτοις», Γαλ.) 2. παρηγορικός,… … Dictionary of Greek